slack up - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

slack up - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Slack (disambiguation); Free slack

slack up      

общая лексика

замедлять ход

slack up      
slack up замедлять ход
slack         
slack I 1. adj. 1) слабый; дряблый; to feel slack - чувствовать себя разбитым 2) вялый (о торговле, рынке); неактивный; a slack season - период затишья 3) ненатянутый (о канате, вожжах); вялый (о мышцах) 4) медленный; at a slack - расе медленным шагом 5) coll. расхлябанный; небрежный; slack in duty - нерадивый 6) недопеченный (о хлебе) 7) слабый, несильный; slack oven - негорячая печь 8) расслабляющий (о погоде) to keep a slack hand/rein - опустить поводья slack water - а) стоячая вода; б) время между приливом и отливом Syn: see slow 2. noun 1) ослабнувшая веревка, слабина 2) затишье (в торговле) 3) бездействие; безделье; to have a good slack - бездельничать, ничего не делать 4) = slack water [см. slack 1. ] 3. v. 1) ослаблять, распускать 2) слабнуть 3) замедлять(ся) 4) утолять (жажду) 5) coll. лодырничать 6) гасить (известь) - slack away - slack off - slack up II noun угольная пыль

Ορισμός

Slack
Street parlance meaning nasty.
That is one slack hamburger.

Βικιπαίδεια

Slack
Μετάφραση του &#39slack up&#39 σε Ρωσικά